μεταποιήσει

μεταποιήσει
μεταποίησις
claiming
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μεταποιήσεϊ , μεταποίησις
claiming
fem dat sg (epic)
μεταποίησις
claiming
fem dat sg (attic ionic)
μεταποιέω
alter the make of
aor subj act 3rd sg (epic)
μεταποιέω
alter the make of
fut ind mid 2nd sg
μεταποιέω
alter the make of
fut ind act 3rd sg
μεταποιέω
alter the make of
aor subj act 3rd sg (epic)
μεταποιέω
alter the make of
fut ind mid 2nd sg
μεταποιέω
alter the make of
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταποιήσιμος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταποιήσει, αυτός που επιδέχεται μεταποίηση («μεταποιήσιμο υλικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek

  • αμεταποίητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει μεταποιηθεί ή που δεν μπορεί κανείς να τον μεταποιήσει: Φορούσε τη στολή που του είχαν δώσει αμεταποίητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”